ελαστομερή

ελαστομερή
Πολυμερή, συνήθως συνθετικά, που έχουν τις βασικές ιδιότητες του βουλκανισμένου καουτσούκ. Ανάμεσα στα πρώτα συνθετικά ε. ήταν το πολυχλωροπρένιο, το συμπολυμερές στυρόλιο-βουταδιένιο και το πολυσουλφίδιο του νατρίου. Αργότερα, παρασκευάστηκαν συνθετικά πολλά νέα ε., ανάμεσα στα οποία τα ελαστικά σιλικόνης, πολυουραιθάνες, πολυϊσοπρένιο κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • πλαστικός — ή, ό / πλαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλάσσω] (κυρίως για ύλη) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλάσιμο και, κυρίως, αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να πλάθει ή να πλάθεται (α. «πλαστικές ύλες» τεχνολογικά υλικά που περιλαμβάνουν στη σύνθεσή τους ως …   Dictionary of Greek

  • πλαστομερή — τα, Ν χημ. πολυμερή υλικά τα οποία, σε αντιδιαστολή προς τα ελαστομερή, ὁταν υποβληθούν σε μηχανικές τάσεις, αφού πρώτα υποστούν περιορισμένη ή σημαντική ελαστική παραμόρφωση, υφίστανται στη συνέχεια και σημαντική πλαστική παραμόρφωση. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πλαστικές ύλες — Οργανικές ενώσεις με υψηλό μοριακό βάρος, αδιάλυτες στο νερό, στερεές στη συνηθισμένη θερμοκρασία, οι οποίες χαρακτηρίζονται ανάλογα με τη δυνατότητα επεξεργασίας τους με την τεχνική των εκμαγείων και της συμπίεσης. Οι πλαστικές ύλες μπορούν να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”